- χολώνω
- χόλωσα, χολώθηκα, χολωμένος, κάνω κάποιον να θυμώσει, τον χολιάζω: Μην τον χολώνεις το διευθυντή σου, γιατί θα σου κάνει κακή έκθεση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χολώνω — χολώνω, χόλωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χολώνω — χολῶ, όω, ΝΜΑ, μτγν. μέσ. τ. χολώομαι Α 1. διεγείρω την οργή κάποιου, εξοργίζω κάποιον 2. (συν. το μέσ. και παθ.) χολώνομαι, χολοῡμαι, όομαι εξοργίζομαι, θυμώνω αρχ. μεταβάλλομαι σε χολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος. Ο ενεστ. χολῶ / χολοῦμαι έχει… … Dictionary of Greek
τριχόλωτος — ον, Α εξαιρετικά μισητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρι + χολωτός «οργισμένος» (< χολῶ «χολώνω, θυμώνω»)] … Dictionary of Greek
χολώ — (I) άω, Α [χολή] 1. κατέχομαι από μελαγχολία («ὅ δὲ χολᾱν ποιεῑ, γάστριν καλοῡσι καὶ λάμυρον», Επικρ.) 2. οργίζομαι, χολώνομαι («ἐμοὶ χολᾱτε ὅτι ὅλον ἄνθρωπον ὑγιῆ ἐποίησα ἐν σαββάτῳ», ΚΔ). (II) έω, Μ [χολή] οργίζομαι. (III) όω, Α βλ. χολώνω … Dictionary of Greek
χολώομαι — Α (μτγν. μέσ. τ.) βλ. χολώνω … Dictionary of Greek